ληιάς

ληιάς
ληϊάς, -άδος, ἡ (Α)
(ποιητ. θηλ. τού ληΐδιος] γυναίκα που έχει συλληφθεί αιχμάλωτη («ληϊάδας τε γυναῑκας», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα -ιάς (κρην-ιάς, ορεστ-ιάς). Με την ίδια σημ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή ο τ. rawijaja, στον πληθυντικό, «οι αιχμάλωτες»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ληιάς — taken prisoner fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδας — ληιάς taken prisoner fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδε — ληιάς taken prisoner fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδες — ληιάς taken prisoner fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδεσσι — ληιάς taken prisoner fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδεσσιν — ληιάς taken prisoner fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάδων — ληιάς taken prisoner fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιάσιν — ληιάς taken prisoner fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληίδιος — ληΐδιος, ία, ον, θηλ. και ληϊάς, άδος (Α) [ληΐς] αιχμάλωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”